μνημείο

μνημείο
Κάθε τι και κυρίως κάθε κτίσμα - στήλη, τύμβος κλπ. - που προορίζεται να συμβολίσει μια ιδέα ή να τιμήσει και να διαιωνίσει τη μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος ή προσώπου. Τα προϊστορικά ντόλμεν, οι πυραμίδες, οι τύμβοι, είναι μνημεία αυτού του είδους. Αργότερα, στην κλασική αρχαιότητα, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική, η κάθε μία ξεχωριστά ή συνεργαζόμενες μεταξύ τους, δίνουν διάφορες μορφές μ.: μ. ταφικά με ανάγλυφες ή ολόγλυφες μορφές, επιτύμβιες ή αναθηματικές στήλες, υπερμεγέθεις λέοντες, κλπ. Η Ρώμη εισάγει τη θριαμβευτική αψίδα και τον αδριάντα. Στον Μεσαίωνα η ιδέα του μνημείου περιστρέφεται κυρίως γύρω από τη θρησκεία ενώ στην Αναγέννηση και στο μπαρόκ οι ανδριάντες, οι δημόσιες κρήνες, μεγάλα δημόσια κτίρια και ανάκτορα, παίρνουν το χαρακτήρα μνημείου. Εισάγεται τώρα η έννοια της μνημειακής αρχιτεκτονικής, η οποία αναφέρεται όχι μόνο στα κτίρια τα ίδια, αλλά και στον τρόπο της ένταξης τους μέσα στο πολεοδομικό σύνολο· δημιουργούνται μνημειακές προσπελάσεις, χαράσσονται μεγάλοι άξονες και η προοπτική χρησιμοποιείται για την επίτευξη εντυπωσιακών αποτελεσμάτων, όπως στις κιονοστοιχίες του Μπερνίνι μπροστά από τον Άγιο Πέτρο στη Ρώμη. Η αντίληψη αυτή πάντως έχει και ορισμένα προηγούμενα - διαφορετικού βέβαια ύφους - στην αρχαιότητα, όπως στις πομπικές οδούς με τις σφίγγες στην Αίγυπτο και στην οδό των λεόντων στη Δήλο. Η βιομηχανική επανάσταση του 19ου αι. εισάγει νέα κριτήρια· μνημεία θεωρούνται τώρα ορισμένα κτίρια-ορόσημα της τεχνικής εξέλιξης, που μεταβάλλονται και σε σύμβολα μιας σημαντικής εκδήλωσης ή μιας περιόδου της τεχνικής, όπως το Crystal Palace του Λονδίνου ή ο πύργος του Άιφελ στο Παρίσι. Στη σύγχρονη εποχή το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου μνημείο έχει υποστεί μεγάλη αλλαγή: ενώ δεν έχει σταματήσει η κατασκευή μ. - με την αρχική σημασία της λέξης - έχει συγχρόνως διευρυνθεί ο αριθμός των κτισμάτων στα οποία εκ των υστέρων αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του μ., ανεξάρτητα από την πρόθεση που υπήρχε τη στιγμή της κατασκευής τους. Πρωτεύοντα ρόλο σ’ αυτό έχει παίξει η ανάπτυξη της αρχαιολογίας και η καθιέρωση της έννοιας του «ιστορικού διατηρητέου μνημείου», στην οποία πλέον υπάγονται κάθε είδους κατασκευές που κρίνεται απαραίτητο να διατηρηθούν για λόγους επιστημονικούς, και συχνά αναστηλώνονται για να μπορέσουν v’ αποκτήσουν ένα τμήμα τουλάχιστον της αρχικής τους μορφής και να διατηρηθούν. Αλλά ακόμα, η ανάπτυξη γενικά των ιστορικών ερευνών, η μελέτη της λαϊκής αρχιτεκτονικής, της εθνολογίας και της λαογραφίας, η αυξανόμενη εκτίμηση προς τα ιστορικά πολεοδομικά σύνολα, τα οχυρά των παλιότερων εποχών κλπ. έχουν ακόμα περισσότερο διευρύνει τον κύκλο, έτσι ώστε να καταστεί αναγκαία πια η δημιουργία ειδικών υπηρεσιών σε κάθε χώρα, ασχολούμενων με την καταγραφή και διατήρηση όλων των μ.· για τον ίδιο σκοπό έχει δημιουργηθεί διεθνής οργάνωση (I.CO.MO.S.) και γίνεται σήμερα προσπάθεια λειτουργίας διευρωπαϊκού κέντρου τεκμηρίωσης, στο οποίο θα είναι καταγεγραμμένα όλα τα μ. της Ευρώπης. Έχει μάλιστα ήδη αρχίσει να καθιερώνεται ο όρος «ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά», δηλωτικός του συνόλου των μ. της Ευρώπης. Σημαντικό εξάλλου ρόλο στο γενικό θέμα της συντήρησης και της ανάδειξης των μ. παίζει ο τουρισμός, που επωφελείται από την ύπαρξή τους - και πολλές φορές τα κακομεταχειρίζεται - για v’ αυξήσει τα κέρδη του. Σημαντικό τέλος θέμα που προκύπτει από την ύπαρξη των μνημείων είναι η οργανική ένταξή τους στους σύγχρονους πολεοδομικούς οργανισμούς, η διατήρηση της αρμονικής σχέσης τους προς το φυσικό περιβάλλον και η προσφορότερη χρησιμοποίησή τους ως μορφωτικού και πολιτιστικού μέσου, χωρίς την απώλεια του αρχικού τους ύφους ή την πλαστογράφηση της μορφής τους. Το θέμα αυτό απασχολεί σήμερα όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Η χρησιμοποίηση εξάλλου των μ. μόνον ως στοιχείων τουριστικής προπαγάνδας ή η απομόνωση τους από τη σύγχρονη ζωή, θεωρείται εντελώς λαθεμένη.
* * *
το (ΑΜ μνημεῑον, Α δωρ. τ. μναμεῑον και ιων. τ. μνημήϊον)
1. αντικείμενο το οποίο ανακαλεί στη μνήμη πρόσωπο ή πράγμα, αντικείμενο για ενθύμηση, για ανάμνηση («μνημεῑα ὅρκων», Ευρ.)
2. οικοδόμημα το οποίο ανεγείρεται στον τάφο κάποιου προς τιμή και ανάμνησή του («στο ιερό περιβόλι... ξεχωρίζει ορθοστύλωτο ανάμεσα στα μνημεία τών πολέμαρχων», Παλαμ.)
3. τάφος («πάντες οἱ ἐν τοῑς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῡ», ΚΔ)
4. έργο αρχιτεκτονικό ή γλυπτικό ιδρυμένο προς τιμήν και ανάμνηση προσώπου ή γεγονότος (α. «το μνημείο τού Φιλοπάππου» β. «μνημεῑον μὲν οὖν αὐτοῡ ἐν Μαγνησίᾳ ἐστὶ τῇ Ἀσιανῇ ἐν τῇ ἀγορᾷ», Θουκ.)
νεοελλ.
1. έργο τέχνης ή λόγου το οποίο θεωρείται ως αριστούργημα και ως λαμπρό δείγμα τής εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκε («το μνημείο τού Παρθενώνα»)
2. (ειρωνικά) χαρακτηριστικό δείγμα («η αγόρευσή του ήταν μνημείο ασάφειας»)
3. φρ. α) «μνημεία λόγου» — τα συγγράμματα τής αρχαιότητας («οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες είναι μνημεία λόγου»)
β) «ιστορικό μνημείο», μεμονωμένο αρχιτεκτονικό μνημείο ή ιστορικό σύνολο που κρίνεται διατηρητέο λόγω τής εθνικής, ιστορικής, πολιτιστικής ή καλλιτεχνικής του αξίας
μσν.
στον πληθ. τὰ μνημεῑα
νεκροταφείο
αρχ.
1. ενθύμηση, ανάμνηση
2. κάλπη η οποία περιέχει την τέφρα νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μνημεῑος/μνημήϊος (< μνῆμα + κατάλ. -ήϊος/εῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μνημείο — το 1. κτίσμα προς τιμή του νεκρού. 2. αρχιτεκτονικό ή γλυπτικό έργο που κατασκευάστηκε προς τιμή ενός προσώπου ή γεγονότος: Το μνημείο των πεσόντων. 3. έργο τέχνης ή λόγου που χαρακτηρίζει μια εποχή: Το Κολοσσαίο είναι ρωμαϊκό μνημείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λυσικράτη, μνημείο του- — Μνημείο της αρχαίας Αθήνας, χορηγός του οποίου υπήρξε ο Αθηναίος πολίτης Λυσικράτης (4ος αι. π.Χ.). Η ανέγερσή του χρονολογείται στο 335/4 π.Χ. Πάνω σε αυτό τοποθετήθηκε ένας χάλκινος τρίποδας με τον οποίο είχε βραβευθεί ο Λυσικράτης. Το μνημείο… …   Dictionary of Greek

  • Αγκυρανό μνημείο — Δίγλωσση επιγραφή του 15 π.Χ. στα ελληνικά και στα λατινικά πάνω σε μάρμαρο, που βρέθηκε στην Άγκυρα σε καλή κατάσταση. Αποτελούσε μέρος του Αυγουσταίου, ναού του αυτοκράτορα Αυγούστου στην Άγκυρα, και αποτελεί αντίγραφο και μετάφραση ενός… …   Dictionary of Greek

  • οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • Δασκαλόπετρα — Μνημείο της Χίου, στην περιοχή του Βροντάδου, το οποίο είναι επίσης γνωστό ως Πέτρα του Ομήρου. Πρόκειται για έναν λαξευμένο βράχο με έναν βωμό στη μία πλευρά του, ύψους ενός μέτρου, που προήλθε επίσης από τον βράχο και στον οποίο διακρίνονται… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”